- τοσαυταπλασία
- τοσαυταπλασίᾱ , τοσαυταπλάσιοςso many foldfem nom/voc/acc dualτοσαυταπλασίᾱ , τοσαυταπλάσιοςso many foldfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοσαυταπλάσια — τοσαυταπλάσιος so many fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)